λαμπρότητος

λαμπρότητος
λαμπρότης
brilliancy
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαμπρότητα — η (AM λαμπρότης, ητος) [λαμπρός] 1. η ιδιότητα τού λαμπρού, λάμψη, φωτεινότητα, αίγλη (α. «η λαμπρότητα τού χρυσού» β. «η λαμπρότητα τού ήλιου» γ. «δῆλος γὰρ ἧν τῶν τε ὅπλων τῇ λαμπρότητι», Αρρ.) 2. μτφ. εξοχότητα, υπεροχή, μεγαλείο νεοελλ. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”